χειρομάχος

χειρομάχος
χειρο-μάχος, mit der Hand streitend; Handarbeit verrichtend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χειρομάχος — ο, θηλ. χειρομάχισσα, ΝΜ, και χερομάχος Ν αυτός που ζει από την εργασία τών χεριών του, χειρώνακτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ναυ μάχος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • Cherimachvs — CHERIMĂCHVS, i, Gr. Χειρόμαχος, ου, (⇒ Tab. XXI.) einer von Elektryons und der Anaxo Söhnen, die sich endlich mit des Pterelaus Söhnen, ihren Vettern, aufrieben. Apollod. lib. II. c. 3. §. 5 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

  • χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται …   Dictionary of Greek

  • χειρομάχας — ὁ, Μ ο χειρομάχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάχας / μάχης (< μάχομαι), πρβλ. λεοντο μάχας] …   Dictionary of Greek

  • χειρομάχισσα — ἡ, Μ βλ. χειρομάχος …   Dictionary of Greek

  • χειρομαχία — ἡ, Μ [χειρομάχος] (σχετικά με φυτά) η καλλιέργεια από ανθρώπινα χέρια («αὐτοφυῶς καὶ οὐκ ἀπὸ χειρομαχίας», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • χειρομαχώ — έω, Α [χειρομάχος] (με αισχρή σημ.) κάνω μάχη με τα χέρια, αυνανίζομαι …   Dictionary of Greek

  • χερομάχος — ο, Ν βλ. χειρομάχος …   Dictionary of Greek

  • siromah — SIROMÁH adj., s. v. calic, necăjit, nevoiaş, sărac, sărman. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  siromáh ( hi), s.m. – Muncitor. Indica (sec. XV XVII) o categorie fiscală de locuitori din Munt. şi din Mold., care nu plăteau dări în… …   Dicționar Român

  • sărman — SĂRMÁN, Ă, sărmani, e, adj. 1. (Adesea substantivat) Sărac (1). 2. (înv. şi reg.) Orfan. 3. (Adesea substantivat; exprimă compătimire faţă de cineva sau de ceva) Biet, nenorocit, sărac (7). [var.: (reg.) sărimán, ă, sirimán, ă, sirmán, ă adj.] –… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”